γεμώζω

γεμώζω
γεμώνω см. γβμίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γεμώζω" в других словарях:

  • γεμώζω — βλ. γεμίζω …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • γεμιστός — ή, ό (AM γεμιστός, ή, όν, Μ και γεμωστός) ο γεμάτος, ο πλήρης νεοελλ. (για φαγητά) αυτός που τόν έχουν παρασκευάσει με γέμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)] …   Dictionary of Greek

  • γομώζω — (Μ) 1. γεμίζω, είμαι γεμάτος από κάτι 2. συμπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γομώ με επίδραση τού γεμώζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»